- γονεύω
- αμετ.1) плодиться, размножиться (о пчёлах, рыбах, птицах); 2) метать икру (о рыбах); роиться (о пчёлах); высиживать цыплят; 3) давать побег, росток
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γονεύω — (AM γονεύω) [γονεύς] 1. γεννώ παιδιά 2. (για φυτά) καρποφορώ νεοελλ. 1. (για πουλερικά) κλωσσάω 2. (για φυτά) βγάζω βλαστούς … Dictionary of Greek
γονεύσει — γονεύω produce aor subj act 3rd sg (epic) γονεύω produce fut ind mid 2nd sg γονεύω produce fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονεύει — γονεύω produce pres ind mp 2nd sg γονεύω produce pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονεύειν — γονεύω produce pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονεύεται — γονεύω produce pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονεύοντος — γονεύω produce pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονεύων — γονεύω produce pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επωάζω — επώασα, επωάστηκα, επωασμένος, μτβ. και αμτβ. 1. (για πουλιά), κάθομαι πάνω στα αβγά και τα ζεσταίνω για εκκόλαψη, κλωσώ, γονεύω. 2. το παθ., επωάζομαι εκκολάπτομαι: Τα αβγά των κροκοδείλων επωάζονται από μόνα τους. 3. μτφ., εξυφαίνω στα κρυφά,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προγονεῦσαι — πρό γονάω pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) πρό γονεύω produce aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)